- φυσίωμα
- φυσίωμαnatural tendencyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσίωμα — (I) ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (II)] φυσική τάση, έμφυτη κλίση. (II) ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (ΙΙ)] 1. το να είναι κάτι γεμάτο αέρα, φυσίωσις* (Ι) 2. μτφ. έπαρση, αλαζονεία, φούσκωμα … Dictionary of Greek
φυσιωμάτων — φυσίωμα natural tendency neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)